βοτουλίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βοτουλίωση | οι | βοτουλιώσεις |
γενική | της | βοτουλίωσης* | των | βοτουλιώσεων |
αιτιατική | τη | βοτουλίωση | τις | βοτουλιώσεις |
κλητική | βοτουλίωση | βοτουλιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βοτουλιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτουλίωση < βοτουλι(σμός) + -ωση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοτουλίωση θηλυκό
- (ιατρική) η αλλαντίαση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτουλίωση
|