βουθυτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουθυτέω < λείπει η ετυμολογία

βουθυτέω

  1. σφάζω ή θυσιάζω βόδια
  2. θυσιάζω γενικότερα οποιοδήποτε ζώο

Συγγενικά

[επεξεργασία]