βουλγαρόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουλγαρόφωνος < Βούλγαρ(ος) + -ό- + -φωνος
Επίθετο[επεξεργασία]
βουλγαρόφωνος, -η, -ο
- που μιλάει τη βουλγαρική γλώσσα
- ↪ βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί.
- ↪ Οι σλαβόφωνοι Ζωγραφίτες γέροντες μοναχοί που αυτοπροσδιορίζονται με τον τύπο starac είναι σερβόφωνοι, ενώ εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται με τον τύπο starec είναι -με την ορολογία εκείνης της εποχής- βουλγαρόφωνοι (από την σημερινή Βουλγαρία και την ευρύτερη Μακεδονία).
- ※ Τον υπόλοιπο 16ο αιώνα, η έλλειψη της γενικής πτώσης στην φράση ot Zografa > ot Zograf γίνεται συνηθισμένο χαρακτηριστικό στους βουλγαρόφωνους μοναχούς
- άρθρο «Γλωσσική διαφοροποίηση στους σλαβόφωνους μοναχούς της Μονής Ζωγράφου» @smerdaleos , πρόσβαση:2022.01.15.
- ※ Τον υπόλοιπο 16ο αιώνα, η έλλειψη της γενικής πτώσης στην φράση ot Zografa > ot Zograf γίνεται συνηθισμένο χαρακτηριστικό στους βουλγαρόφωνους μοναχούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλγαρόφωνος
|