βουνί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουνί < βουνό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουνί ουδέτερο

  • το βουνό (δείτε αυτή τη λέξη)