βουνοπλαγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουνοπλαγιά | οι | βουνοπλαγιές |
γενική | της | βουνοπλαγιάς | των | βουνοπλαγιών |
αιτιατική | τη | βουνοπλαγιά | τις | βουνοπλαγιές |
κλητική | βουνοπλαγιά | βουνοπλαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουνοπλαγιά θηλυκό