βουρδωνάριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βουρδωνάριον | τὰ | βουρδωνάριᾰ |
γενική | τοῦ | βουρδωναρίου | τῶν | βουρδωναρίων |
δοτική | τῷ | βουρδωναρίῳ | τοῖς | βουρδωναρίοις |
αιτιατική | τὸ | βουρδωνάριον | τὰ | βουρδωνάριᾰ |
κλητική ὦ! | βουρδωνάριον | βουρδωνάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουρδωναρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουρδωναρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουρδωνάριον < βόρδων/βουρδών + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουρδωνάριον ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άριον (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)