βουτυροκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουτυροκόμος < βούτυρ(ον) + -ο- + -κόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουτυροκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο παρασκευαστής του βουτύρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουτυροκόμος
|