βουφορβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βουφορβώ
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του βουφορβός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, ουδέτερου γένους (βουφορβόν) του βουφορβός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βουφορβώ αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του βουφορβός