βούλγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βούλγα < (άμεσο δάνειο) λατινική bulga < γαλατική bolgā < πρωτοκελτική *bolgos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰelǵʰ- (φουσκώνω)
- Δε σχετίζεται ο Βούλγαρος, πρωτοτουρκικής αρχής.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούλγα θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- βοῦλγες (πληθυντικός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σελ. 164, Τόμος Δ΄, σελ. 271, Τόμος Ι΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοκελτική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)