βράγχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βραγχός, Βράγχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βράγχος οἱ βράγχοι
      γενική τοῦ βράγχου τῶν βράγχων
      δοτική τῷ βράγχ τοῖς βράγχοις
    αιτιατική τὸν βράγχον τοὺς βράγχους
     κλητική ! βράγχε βράγχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βράγχω
γεν-δοτ τοῖν  βράγχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βράγχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βράγχος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]