βράκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βράκα | οι | βράκες |
γενική | της | βράκας | των | βρακών |
αιτιατική | τη | βράκα | τις | βράκες |
κλητική | βράκα | βράκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βράκα < ελληνιστική κοινή βράκαι < λατινική bracae, πληθυντικός αριθμός του braca < γαλατική brāca < πρωτογερμανική *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) < *bʰreg- (σπάω, χωρίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βράκα θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος παντελονιού που φτάνει μέχρι τα γόνατα και σχηματίζει πολύ φαρδιές πτυχώσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βράκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)