βράκτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βράκτιο | τα | βράκτια |
γενική | του | βράκτιου | των | βράκτιων |
αιτιατική | το | βράκτιο | τα | βράκτια |
κλητική | βράκτιο | βράκτια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βράκτιο ουδέτερο
- (βοτανική) φύλλο, συχνά χρωματιστό, από τη βάση του οποίου αναπτύσσεται το άνθος