βραβεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραβεύω < αρχαία ελληνική βραβεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]βραβεύω
- απονέμω ένα βραβείο
- ο πρόεδρος της δημοκρατίας βράβευσε τον νικητή
- τιμώ
- ο νέος διευθυντής βράβευσε το παρελθόν και παρουσίασε το μέλλον της επιχείρησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραβεύω
|