βραβεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραβεύω < αρχαία ελληνική βραβεύω

βραβεύω

  1. απονέμω ένα βραβείο
    ο πρόεδρος της δημοκρατίας βράβευσε τον νικητή
  2. τιμώ
    ο νέος διευθυντής βράβευσε το παρελθόν και παρουσίασε το μέλλον της επιχείρησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]