βραχογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχογραφία < βράχος + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rock painting)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾa.xo.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραχογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχογραφία