βραχυγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραχυγραφικός < βραχυγραφία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]βραχυγραφικός
- που έχει σχέση με την βραχυγραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βραχυγραφικά
- → δείτε τις λέξεις βραχυγραφία, βραχύς και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραχυγραφικός