βρογχεκτασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρογχεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική bronchiectasis < αρχαία ελληνική βρόγχος + ἔκτασις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɾoŋ.çe.ktaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρογ‐χε‐κτα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρογχεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) ασυνήθιστη διαστολή των βρόγχων, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρογχεκτασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)