βρογχοσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βρογχοσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του βρογχοσκόπηση
- εναλλακτικά: βρογχοσκόπησης
βρογχοσκοπήσεως θηλυκό