βυζοτουλουππαναγιώννω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βυζοτουλουππαναγιώννω < βυζ(ί) + -ο- + τουλουππ(ίζω) + αναγιώννω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]βυζοτουλουππαναγιώννω
Πηγές
[επεξεργασία]- Μάριος Κυριαζής, Κυπριακές ιατρικές λέξεις, επιμέλεια: Γιώργος Β. Γεωργίου (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ²2017, ISBN 9789963271337).
- Κυριάκος Χατζηιωάννου, Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου. Ιστορία, ερμηνεία και φωνητική των λέξεων με τοπωνυμικό παράρτημα (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ³2010, ISBN 9789963685608).