βωμολοχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βωμολοχία < αρχαία ελληνική βωμολοχία. Δείτε τις αρχαίες λέξεις βωμός, λέχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vo.mo.loˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βω‐μο‐λο‐χί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βωμολοχία θηλυκό
- η χρήση άσεμνων ή υβριστικών λέξεων και φράσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βωμολοχία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βωμολοχίᾱ | αἱ | βωμολοχίαι |
γενική | τῆς | βωμολοχίᾱς | τῶν | βωμολοχιῶν |
δοτική | τῇ | βωμολοχίᾳ | ταῖς | βωμολοχίαις |
αιτιατική | τὴν | βωμολοχίᾱν | τὰς | βωμολοχίᾱς |
κλητική ὦ! | βωμολοχίᾱ | βωμολοχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βωμολοχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βωμολοχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βωμολοχία θηλυκό
- χυδαιολογία, προστυχιά, απρεπές αστείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λοχία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)