βόστρυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόστρυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόστρυχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvo.stɾi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐στρυ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόστρυχος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) η μπούκλα, η τούφα από κατσαρά μαλλιά
- ※ και εις βοστρύχους χωριστή η κόμη του απείρους, / με τους ευώδεις έπαιζε και πτερωτούς ζεφύρους … (Ζαν Μορεάς, Το όνειρόν μου, ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόστρυχος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βόστρυχος | οἱ | βόστρυχοι |
γενική | τοῦ | βοστρύχου | τῶν | βοστρύχων |
δοτική | τῷ | βοστρύχῳ | τοῖς | βοστρύχοις |
αιτιατική | τὸν | βόστρυχον | τοὺς | βοστρύχους |
κλητική ὦ! | βόστρυχε | βόστρυχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοστρύχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βοστρύχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόστρυχος < ενδεχομένως η λέξη βότρυχος (με ίδια σημασία) ( < βότρυς, το τσαμπί με σταφύλια), με προσθήκη εκφραστικού σ-.[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόστρυχος αρσενικό
- βόστρυχος, μπούκλα
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑλένη, 1087-1089
- ἐγὼ δ᾽ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ | πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι | παρῆιδί τ᾽ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ †χροός†.
- Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου | θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα, | το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος @greek-language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑλένη, 1087-1089
- (μεταφορικά) διακοσμητικό στοιχείο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βόστρυχος, old.babiniotis.gr. Η ετυμολογική σύνδεση με την παλαιά νορβηγική γλώσσα kvaster (θύσανος, φούντα), ή άλλες παρεμφερείς γερμανικές λέξεις, φαίνεται αβάσιμη· βλ. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές[επεξεργασία]
- βόστρυχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόστρυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)