βύθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βύθιος | η | βύθια | το | βύθιο |
γενική | του | βύθιου | της | βύθιας | του | βύθιου |
αιτιατική | τον | βύθιο | τη | βύθια | το | βύθιο |
κλητική | βύθιε | βύθια | βύθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βύθιοι | οι | βύθιες | τα | βύθια |
γενική | των | βύθιων | των | βύθιων | των | βύθιων |
αιτιατική | τους | βύθιους | τις | βύθιες | τα | βύθια |
κλητική | βύθιοι | βύθιες | βύθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βύθιος < ελληνιστική κοινή βύθιος < αρχαία ελληνική βυθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βαθύς)
Επίθετο[επεξεργασία]
βύθιος, -α, -ο
- (λόγιο) που βρίσκεται ή ζει στον βυθό
- (ουσιαστικοποιημένο) βύθια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βυθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βύθιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)