γάβενον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γάβενον | τὰ | γάβενᾰ |
γενική | τοῦ | γαβένου | τῶν | γαβένων |
δοτική | τῷ | γαβένῳ | τοῖς | γαβένοις |
αιτιατική | τὸ | γάβενον | τὰ | γάβενᾰ |
κλητική ὦ! | γάβενον | γάβενᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαβένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γαβένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάβενον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάβενον ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
γάβενον (μεσαιωνικά ελληνικά)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)