γάνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάνωμα | τα | γανώματα |
γενική | του | γανώματος | των | γανωμάτων |
αιτιατική | το | γάνωμα | τα | γανώματα |
κλητική | γάνωμα | γανώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣa.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐νω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάνωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γανώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γάνωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γάνωμα