γέμελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γέμελος | η | γέμελη | το | γέμελο |
γενική | του | γέμελου | της | γέμελης | του | γέμελου |
αιτιατική | τον | γέμελο | τη | γέμελη | το | γέμελο |
κλητική | γέμελε | γέμελη | γέμελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γέμελοι | οι | γέμελες | τα | γέμελα |
γενική | των | γέμελων | των | γέμελων | των | γέμελων |
αιτιατική | τους | γέμελους | τις | γέμελες | τα | γέμελα |
κλητική | γέμελοι | γέμελες | γέμελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʝe.me.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐με‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
γέμελος, -η, -ο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)