γένεθλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένεθλον ουδέτερο (και θηλυκό γενέθλη )
- μορφή της λέξης γενέθλη
γένεθλον ουδέτερο (και θηλυκό γενέθλη )