γέρρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γέρρον < ίσως εἴρω (αρμαθιάζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γέρρον ουδέτερο
- αντικείμενο πλεγμένο από βέργες, όπως ασπίδα πλεχτή πάνω στην οποία κολλούσαν δέρμα
- η επιμήκης ασπίδα των Περσών
- καλύβα από βέργες
- σκηνή
Σύνθετα[επεξεργασία]
- γερροφόροι οι στρατιώτες με πλεχτές ασπίδες