γήτειον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γήτειον ουδέτερο και γήτειον
- μορφή της λέξης γήθυον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γηθυλλίς και δωρικός τύπος γαθυλλίς, το αμπελόπρασο