γίγλυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γίγλυμος αρσενικό και γίγγλυμος

→ δείτε τη λέξη γίγγλυμος