γίνομαι αέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
γίνομαι αέρας (συνήθως στον αόριστο, τρίτο πρόσπο: έγινε αέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γίνομαι αέρας
→ δείτε την έκφραση γίνομαι καπνός |