γαβαθούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαβαθούλα | οι | γαβαθούλες |
γενική | της | γαβαθούλας | — | |
αιτιατική | τη | γαβαθούλα | τις | γαβαθούλες |
κλητική | γαβαθούλα | γαβαθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαβαθούλα < γαβάθα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαβαθούλα ουδέτερο
- υποκοριστικό του γαβάθα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- γαβαθούλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαβαθούλα
|