γαβαθωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαβαθωτός, -ή, -ό
- που έχει το σχήμα της γαβάθας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαβαθωτός
|
γαβαθωτός, -ή, -ό
|