γαγάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαγάτης < Γάγαι (όνομα πόλης και ποταμού στη Λυκία της Μικράς Ασίας).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαγάτης αρσενικό
- είδος μαύρου ορυκτού άνθρακα με μεγάλη σκληρότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στην κοσμηματοποιία.
- Ο λίθος γαγάτης χρησιμοποιούταν στην αρχαιότητα ως φάρμακο και ως φυλαχτό.