γαδολινιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαδολινιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο γαδολινίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαδολινιούχος
|