γαλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλή | οι | γαλές |
γενική | της | γαλής | των | γαλών |
αιτιατική | τη | γαλή | τις | γαλές |
κλητική | γαλή | γαλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαλῆ, συνηρημένος τύπος του γαλέη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλή θηλυκό
- μονοτονική γραφή του γαλῆ, η γάτα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- «Η γάτα μπορεί να είναι γαλή, αλλά “η γαλή δεν είναι γάτα” -εννοώ: η γαλή της κλασικής εποχής, το κατοικίδιο που είχαν οι Αθηναίοι στα σπίτια τους και το ονόμαζαν “γαλή” [ γαλῆ ] δεν ήταν γάτα, αλλά εξημερωμένη νυφίτσα».[1]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. στο κείμενο «Η γαλή δεν είναι γάτα» (24 Ιουλίου 2015) του Νίκου Σαραντάκου, αναρτημένο στο προσωπικό του ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία· πρόσβαση: 2019-10-17.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)