γαλαθηνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλαθηνός < αρχαία ελληνική γαλαθηνός γάλα + -θηνός (< θῆσθαι, απαρέμφατο του θηλάζω)
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλαθηνός -ή -ό
- παιδί ή μικρό θηλαστικό ζώο που ακόμη θηλάζει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλαθηνός
|