γαλακτοσάκχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτοσάκχαρο < (καθαρεύουσα) γαλακτοσάκχαρον < από τη γενική γάλακτος της λέξης γάλα και σάκχαρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλακτοσάκχαρο ουδέτερο
- το φυσικό σάκχαρο που περιέχεται στο επίσης φυσικό γάλα, οι φυσικοι υδατάνθρακες του γάλακτος (γλυκόζη, ολιγοσακχαρίτες, γαλακτόζη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτοσάκχαρο
|