γαλακτοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτοφόρος < γάλακτ(oς) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλακτοφόρος
- που φέρνει γάλα, που κατεβάζει γάλα, που παράγει γάλα (γυναίκα ή ζώο)
- ανατομικό στοιχείο, μέσα από τον οποίο περνά γάλα (πόρος, αδένας, αγωγός)
- που συμβάλλει στην παραγωγή ή αύξηση της παραγωγής γάλακτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτοφόρος
|