γαλακτωματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλακτωματοποίηση | οι | γαλακτωματοποιήσεις |
γενική | της | γαλακτωματοποίησης | των | γαλακτωματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γαλακτωματοποίηση | τις | γαλακτωματοποιήσεις |
κλητική | γαλακτωματοποίηση | γαλακτωματοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτωματοποίηση < γαλάκτωμα, γαλακτωματ- -ο- + -ποίηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλακτωματοποίηση θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) η διαδικασία δημιουργίας γαλακτώματος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτωματοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)