γαλακτόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλακτόρροια | οι | γαλακτόρροιες |
γενική | της | γαλακτόρροιας | των | γαλακτορροιών |
αιτιατική | τη | γαλακτόρροια | τις | γαλακτόρροιες |
κλητική | γαλακτόρροια | γαλακτόρροιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτόρροια < αγγλική galactorrhoea < αρχαία ελληνική γάλα + ῥέω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλακτόρροια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτόρροια
|