γαλατάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλατάδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο οποίο πωλείται ή σερβίρεται γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως γιαούρτι κλπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλατάδικο
→ δείτε τη λέξη γαλακτοπωλείο |