γαλατόμαγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαλατόμαγκας | οι | γαλατόμαγκες |
γενική | του | γαλατόμαγκα | των | γαλατόμαγκων |
αιτιατική | τον | γαλατόμαγκα | τους | γαλατόμαγκες |
κλητική | γαλατόμαγκα | γαλατόμαγκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλατόμαγκας αρσενικό
- (αργκό) ο συμπαθητικός μάγκας, νεαρός κακομαθημένος (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλατόμαγκας
|