γαλλικό κόρνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικό κόρνο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλλικό κόρνο → δείτε τη λέξη κόρνο
γαλλικό Ονομάστηκε γαλλικό διότι... λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

γαλλικό κόρνο ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) γαλλικό κόρνο ή απλώς κόρνο. Το πιο συνηθισμένο είδος κόρνου, που συναντάμε στη συμφωνική ορχήστρα και τις μπάντες

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]