γαρνιτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρνιτούρα οι γαρνιτούρες
      γενική της γαρνιτούρας
    αιτιατική τη γαρνιτούρα τις γαρνιτούρες
     κλητική γαρνιτούρα γαρνιτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαρνιτούρα < γαλλική garniture

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαρνιτούρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]