γατοκέφαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γατοκέφαλο ουδέτερο
- (προφορικό) κυριολεκτικά: το κεφάλι της γάτας [1]
- (αργκό) κάτι που είναι μεγάλο και, ιδίως, η μεγάλη μπουκιά [1]
- ※ […] είναι σαν τον κοιλαρά που σαβουριάζει λαίμαργα και θέλει να καταπιεί και το γατοκέφαλο αμάσητο […].
- Αύγουστος Κορτώ, Ρένα (Αθήνα: Πατάκης, 2017).
- ※ […] είναι σαν τον κοιλαρά που σαβουριάζει λαίμαργα και θέλει να καταπιεί και το γατοκέφαλο αμάσητο […].
- (ανεπίσημο) ταχυσύνδεσμος, εξάρτημα για σύνδεση σωλήνων, λάστιχων νερού κ.λπ., είτε μεταξύ τους, είτε με βρύση, συσκευή ή άλλο εξάρτημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατεβάζω γατοκέφαλα: τρώω αδηφάγα, καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές [2]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γατοκέφαλο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Αντώνης Μ. Κολτσίδας, Λεξικό της πιάτσας: λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής ζωής με ειδική ή μεταφορική σημασία. Φιλολογική ερμηνεία και λαϊκή θυμοσοφία (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, 1978), σ. 62.
- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 27.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)