γατόφιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γατόφιδο | τα | γατόφιδα |
γενική | του | γατόφιδου | των | γατόφιδων |
αιτιατική | το | γατόφιδο | τα | γατόφιδα |
κλητική | γατόφιδο | γατόφιδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γατόφιδο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γατόφιδο
|