γεμιστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεμιστήρας < (γεμίζω) γεμισ- + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeoir)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝe.miˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μι‐στή‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεμιστήρας αρσενικό
- θήκη με φυσίγγια που τοποθετείται σε επαναληπτικό όπλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γεμίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γεμιστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)