γεμοφεγγαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεμοφεγγαριά οι γεμοφεγγαριές
      γενική της γεμοφεγγαριάς των γεμοφεγγαριών
    αιτιατική τη γεμοφεγγαριά τις γεμοφεγγαριές
     κλητική γεμοφεγγαριά γεμοφεγγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεμοφεγγαριά < γεμο- + φεγγάρι + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεμοφεγγαριά θηλυκό

ΣυνώνυμαΑντώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]