γενικός γραμματέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενικός γραμματέας < → δείτε τις λέξεις γενικός και γραμματέας
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
γενικός γραμματέας αρσενικό
- αξίωμα ανώτατου βαθμού ενός φορέα, υπηρεσίας ή κόμματος
- ※ Η επιστροφή των γενικών γραμματέων, δηλαδή πολιτικά ορισμένων εκπροσώπων της κυβέρνησης, ως επικεφαλής των αποκεντρωμένων διοικήσεων, με υπουργική τροπολογία, τρία χρόνια μετά τις προηγούμενες και λίγο πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, είναι δύσκολο να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού διαλόγου, πρωτίστως γιατί στερείται σοβαρότητας.
- Ιωαννίδης, Γιάννης (7 Ιουλίου 2022), Από το επιτελικό, στο ταλαίπωρο κράτος, Η Καθημερινή
- ※ Η επιστροφή των γενικών γραμματέων, δηλαδή πολιτικά ορισμένων εκπροσώπων της κυβέρνησης, ως επικεφαλής των αποκεντρωμένων διοικήσεων, με υπουργική τροπολογία, τρία χρόνια μετά τις προηγούμενες και λίγο πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, είναι δύσκολο να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού διαλόγου, πρωτίστως γιατί στερείται σοβαρότητας.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενικός γραμματέας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- γραμματέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)