γενοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) αυτός που έχει προβεί σε γενοκτονία
- ο γενοκτόνος θεωρείται εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας