γερμανόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γερμανόφιλος, -η, -ο
- που τρέφει φιλικά αισθήματα και θαυμασμό για τη Γερμανία, το λαό της και τον πολιτισμό της ή υποστηρίζει τη γερμανική πολιτική και τα γερμανικά συμφέροντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γερμανόφιλος